δεκαεννεάμηνος

δεκαεννεάμηνος
και δεκαεννιάμηνος, -η, -ο
1. ηλικίας δεκαεννιά μηνών
2. διάρκειας δεκαεννιά μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαεννέα + -μηνος < μην (μηνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”